- φακίδιο
- το, Νβοτ. μικρός, ελλειψοειδούς ή σφαιρικού σχήματος, πόρος που περιέχει χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους κύτταρα και ο οποίος αποτελεί το μέσο ανταλλαγής τών αερίων στο περίδερμα τού φυτικού άξονα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lenticel].
Dictionary of Greek. 2013.